- εἰδωλόθυτα
- εἰδωλόθυτοςsacrificed to idolsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειδωλόθυτα — εἰδωλόθυτα, τα (AM) (A εἰδωλόθυτος, ον) τα κρέατα που απομένουν μετά τής θυσίες τής ειδωλολατρικής θρησκείας αρχ. επίθ. θυσιασμένος στα είδωλα … Dictionary of Greek
IMMOLATA Daemonibus — in Conc. Aurelianensi IV. can. 15. εἰδωλόθυτα dicuntur Apost. 1. Cor. 8. ubi toto hoc capite novitios in Gentibus Christianos instruit, quomodo circa ea gerere se debeant, si forte ad convivia a Gentilibus invitarentur. Solebant enim Gentiles,… … Hofmann J. Lexicon universale
άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς … Dictionary of Greek